ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟΝ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΚΑΤΑΛΟΓΟ
ΛΑΤΙΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ α)
Οι σελ. 9-12 : Η λατινική γλώσσα, Η γένεση της ρωμαϊκής λογοτεχνίας, Εποχές της
ρωμαϊκής λογοτεχνίας, Γενικά χαρακτηριστικά της ρωμαϊκής
λογοτεχνίας β)
οι σελ. 14-21 : Η εξέλιξη της ρωμαϊκής λογοτεχνίας (Κλασική εποχή, α. οι χρόνοι
του Κικέρωνα, β. Αυγούστειοι χρόνοι) Η
λατινική γλώσσα Η
λατινική γλώσσα ήταν η διάλεκτος των Λατίνων, δηλ. των κατοίκων της περιοχής του
Λατίου, στην οποία βρίσκεται και η Ρώμη. Η διάλεκτος αυτή, όπως και άλλες
διάλεκτοι της αρχαίας Ιταλίας (π.χ. η Φαλισκική, και η Οσκο-ουμβρική), ανήκει
στην ινδοευρωπαϊκή γλωσσική οικογένεια. Η λατινική υπερίσχυσε των άλλων
διαλέκτων με την επέκταση των Ρωμαίων σ' όλη την ιταλική χερσόνησο. Οι Ρωμαίοι,
ενώ για όλες τις περιπτώσεις χρησιμοποιούσαν το εθνικό επίθετο “ρωμαίος”, για τη
γλώσσα τους διατήρησαν το επίθετο “λατινική”. Οι
ομοιότητες της Λατινικής με την Ελληνική οφείλονται: Η
αρχέγονη λατινική γλώσσα ήταν λιτή και αγροτική, ακριβώς όπως και ο λαός που τη
χρησιμοποιούσε. Για τη χρονική περίοδο μέχρι τον 3ο αι. π.Χ. διαθέτουμε ελάχιστα
γραπτά μνημεία χωρίς λογοτεχνική αξία. Η συστηματική καλλιέργεια της Λατινικής
και η παραγωγή αξιόλογων κειμένων έγινε μετά την ιστορική “συνάντηση” των
Ρωμαίων με τους Έλληνες που πραγματοποιήθηκε το 240 π.Χ. Η
γένεση της ρωμαϊκής λογοτεχνίας Η
ρωμαϊκή λογοτεχνία δεν είναι αυτοφυής, όπως ή αρχαία ελληνική λογοτεχνία. Είναι
μια λογοτεχνία “παράγωγη” -η πρώτη στην Ευρώπη: γεννήθηκε υπό την επίδραση της
ελληνικής γραμματείας. Το 240 π.Χ. θεωρείται η “γενέθλιος” χρονολογία της. Τη
χρονιά αυτή ένας Έλληνας αιχμάλωτος πολέμου από τον Τάραντα, ο Λίβιος
Ανδρόνικος, οργανώνει στη Ρώμη παραστάσεις θεάτρου με ελληνικά έργα
διασκευασμένα στα Λατινικά. Ο ίδιος μεταφράζει και την Οδύσσεια του Ομήρου
χρησιμοποιώντας ένα εντόπιο μέτρο, το “σαντούρνιο” στίχο. Στις ρίζες, λοιπόν,
της ρωμαϊκής γραμματείας βρίσκεται ο πατέρας της ελληνικής λογοτεχνίας, ο
Όμηρος, και ένα κορυφαίο ελληνικό είδος, το δράμα. Αυτές οι αρχέγονες συνθήκες
γένεσης της ρωμαϊκής λογοτεχνίας θα αφήσουν ανεξάλειπτη τη σφραγίδα τους: η
μετέπειτα συγγραφική παραγωγή των Ρωμαίων θα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τις
ελληνικές πηγές. Εποχές
της ρωμαϊκής λογοτεχνίας Στην
οριοθέτηση των εποχών και περιόδων της ρωμαϊκής λογοτεχνίας επικρατούσε
παλαιότερα μια “αριστοκρατική” αξιολόγηση: η λογοτεχνία διαιρούνταν σε
“χρυσό αιώνα”, “αργυρό αιώνα” κ.ο.κ. Η αντίληψη αυτή θεωρείται σήμερα
αντιεπιστημονική, γιατί βέβαια σε κάθε εποχή εμφανίζονται ταυτόχρονα
μεγάλα ταλέντα και ήσσονες λογοτέχνες. Σήμερα
χρησιμοποιείται Σε
κάθε περίπτωση το τέλος της αρχαίας ρωμαϊκής λογοτεχνίας τοποθετείται στον 6ο
αι. μ..Χ., οπότε αρχίζει ο λατινικός Μεσαίωνας.
Κλασική
εποχή Η
λατινική γλώσσα έχει τώρα πια διαμορφωθεί σε ένα όργανο κατάλληλο να διατυπώσει
υψηλής τάξεως έντεχνο λόγο. Από το στάδιο της μαθητείας των πειραματισμών και
της πολυποίκιλης ανίχνευσης η λατινική λογοτεχνία προχωρεί σταθερά στη φ“ση της
υψηλής δημιουργίας και της καλλιτεχνικής εκλέπτυνσης. Επιδιώκεται η
αρμονική σύζευξη μορφής και περιεχομένου, πλασματικού και πραγματικού, καθώς και
η εξειδίκευση και το βάθος. Η δημιουργική κατάκτηση των ελληνικών
προτύπων ολοκληρώνεται προς κάθε κατεύθυνση. Τώρα ο ρωμαίος καλλιτέχνης πατά
στέρεα στο πλούσιο έδαφος του και αποτολμά να ανταγωνιστεί με αποτελεσματικό
τρόπο τους έλληνες κολοσσούς των ελληνιστικών, κλασικών και αρχαϊκών χρόνων: ο
Κάτουλλος τον Καλλίμαχο, ο Λουκρήτιος τον Εμπεδοκλή, ο Κικέρων τους αττικούς
ρήτορες και φιλοσόφους, ο Βεργίλιος το Θεόκριτο και τον Όμηρο, ο Οράτιος την
αιολική ποίηση. Μετά
το 90 π.Χ. και ύστερα από ένα άγονο κενό περίπου εξήντα χρόνων, εμφανίζεται ένας
μεγάλος αριθμός ταλέντων. Δημιουργούνται έργα που επέζησαν δύο χιλιάδες χρόνια,
διαμόρφωσαν την έννοια του “κλασικού”, συντήρησαν και αναγέννησαν επανειλημμένα
την Ευρώπη. Οι κλασικοί Ρωμαίοι, σχεδόν στο σύνολο τους γόνοι των ταραγμένων
χρόνων 133-31 π.Χ. καλύπτουν όλο το ειδολογικό φάσμα της λογοτεχνίας. Εάν
θεωρήσουμε ως συμβατικό πέρας της εποχής αυτής το θάνατο (14 μ.Χ.) του
Οκταβιανού Αυγούστου -μιας μορφής που σημάδεψε όχι μόνο την ιστορία αλλά
και τα γράμματα-, η περίοδος εμφανίζει δύο περίπου ίσα χρονικά
τμήματα: στο
πρώτο, που
φθάνει περίπου ως το 40 π.Χ., δεσπόζει ο λαμπερός κικερώνειος λόγος και
ανθεί κυρίως η πεζογραφία στο
δεύτερο,
γνωστό παγκοσμίως με τον όρο “αυγούστειοι χρόνοι”, παίρνει τη σκυτάλη η
υψηλή ποίηση. Χαρακτηριστική
για την εποχή αυτή είναι επίσης η λογοτεχνική αναγέννηση που σηματοδοτεί από το
“κίνημα των Νεωτέρων”: μεταφυτεύεται στη Ρώμη το “μοντερνιστικό” ρεύμα της
λογοτεχνικής σχολής του Καλλιμάχου.
Οι “νεωτερικοί” ποιητές δημιουργούν πολύ καλοδουλεμένα ποιήματα, τα οποία
διακρίνονται για τη συντομία τους, το σκοτεινό και υπαινικτικό ύφος, την
εκλέπτυνση και τη λογιότητα. Πρόκειται για λυρική και ελεγειακή ποίηση, επύλλια
και επιγράμματα. Με
το θάνατο του Αυγούστου ολοκληρώνεται όχι μόνο μια σημαντική πολιτική περίοδος
αλλά και ένα βασικό κεφάλαιο της ρωμαϊκής γραμματείας. Η πρόσληψη του ελληνισμού
έχει συντελεσθεί και η Ρώμη διαθέτει τους δικούς της “κλασικούς”. Αρχίζει ο
επιγονισμός και οι εσωστρεφείς αναγεννήσεις κάτι που δε συνεπάγεται βέβαια
απαραίτητα και έκπτωση της ποιότητας ή απουσία ταλέντων. α. Οι
χρόνοι τον Κικέρωνα .
οριοθετούν
μία περίοδο γεμάτη εξωτερικές κατακτήσεις, κυρίως όμως εξοντωτικές έριδες για
την εξουσία, ένα κλίμα που δημιουργεί ταυτόχρονα κεντρομόλες και φυγόκεντρες
γραμματειακές τάσεις, αρχικά στο χώρο της πεζογραφίας. Ο
Ρωμαίος λογοτέχνης,
έχοντας κατακτήσει την εθνική του αυτοσυνειδησία, επικεντρώνει το ενδιαφέρον
του στη ρωμαϊκή ιστορία, παρελθούσα και σύγχρονη, στη γλώσσα και τη
γραμματεία, το δίκαιο και τον πολιτισμό του. Η έντονη συμμετοχή του στα
εσωτερικά τεκταινόμενα αποτυπώνεται σε ρητορικούς λόγους προσανατολισμένους στα
πρότυπα των αττικών ρητόρων. Ταυτόχρονα η απογοήτευση τον ωθεί προς μία
φιλοσοφική φυγή από την πραγματικότητα: με υπόστρωμα ελληνικές φιλοσοφικές
προσλήψεις εμβαθύνει σε χώρους θεολογικής, κοσμολογικής, ανθρωπολογικής και
κυρίως πολιτικής σκέψης με κέντρο αναφοράς πάντοτε τη Ρώμη. Ο φιλοσοφικός και
πολιτικός στοχασμός αυτονομεί το διανοούμενο λογοτέχνη (που είναι συχνά
ταυτόχρονα και στρατιωτικός και πολιτικός) από τα ελληνικά πρότυπα και τον
οδηγεί σε προσωπικές επιλογές και κατακτήσεις. Το
εύρος αυτών των κατακτήσεων περιλαμβάνει σχεδόν όλα τα λογοτεχνικά
γένη. Πεζογραφία Ο
κορυφαίος εκπρόσωπος της πεζογραφίας, ο Μάρκος Τύλλιος Κικέρων (106-44
π.Χ.), υπήρξε χωρίς άλλο πρώτα-πρώτα ένας από τους μεγαλύτερους ρήτορες της
αρχαιότητας. Έγραψε πάνω από εκατό λόγους, από τους οποίους σώζονται
περίπου οι μισοί (περίφημοι είναι π.χ. οι τρεις "καισαρικοί", οι τέσσερις
"κατιλινικοί" και οι δεκατέσσερις "φιλιππικοί" του) και έχουν περιεχόμενο
πολιτικό ή δικανικό. Εκτός από τη ρητορική πράξη επιδόθηκε και στη
θεωρητική πραγμάτευση ζητημάτων σχετικών με τη ρητορεία και το ρήτορα.
Είναι θερμός θαυμαστής του Πλάτωνα και ταυτόχρονα εκλεκτικός οπαδός και άλλων
φιλοσοφικών ρευμάτων και δημιουργεί μια σειρά από υπέροχους φιλοσοφικούς
διάλογους. Η πολύπτυχη προσωπικότητα του έχει ανάγλυφα αποτυπωθεί στις περίπου
800 επιστολές των τεσσάρων επιστολογραφικών συλλόγων που συγκεντρώθηκαν και
δημοσιεύτηκαν μετά το θάνατο του. Η καθαρότητα της έκφρασης, η κομψότητα και
η καλλιέπεια, η ζωηρότητα και το υφολογικό του ύψος τον κατέστησαν κορυφαίο
υπόδειγμα λατινικού λόγου και τον εγκατέστησαν στον παρνασσό των αθανάτων της
παγκόσμιας λογοτεχνίας. Στα
ίδια χρόνια διαπρέπουν τέσσερα ακόμη μεγάλα αναστήματα της ρωμαϊκής πεζογραφίας:
ο χαλκέντερος Βάρρων ο Ρεατίνος (116-27 π Χ ), ο διάσημος στρατηγός Γάιος
Ιούλιος Καίσαρ (100-44 π.Χ.), ο Κορνήλιος Νέπως (περ. 100-27 π.Χ.) και ο
Σαλλούσιος Κρίσπος (86-35 π.Χ.) Ο
Βαρών
είχε ήδη στα χρόνια του Κοϊντιλιανού (1ος αι. μ.Χ.) τη φήμη του "πιο
καλλιεργημένου ανάμεσα στους Ρωμαίους και του καλύτερου γνώστη της λατινικής
γλώσσας και όλης της αρχαιότητας: τόσο των ελληνικών όσο και των ρωμαϊκών
πραγμάτων". Πράγματι έγραψε πάνω από 600 βιβλία σχετικά με τη ρωμαϊκή και
παγκόσμια ιστορία, τη θρησκεία, τον πολιτισμό, τις καλές τέχνες, το θέατρο, τους
νόμους, την παιδαγωγική, τις επιστήμες, τη γλώσσα, τη γεωργία. Πρόκειται για ένα
σπάνιο και εκπληκτικό συνδυασμό εγκυκλοπαιδιστή, γραμματολόγου, γραμματικού,
αρχαιοδίφη - ιστορικού, νομομαθούς, τεχνοκρίτη και φιλοσόφου, που, έχοντας στο
νου του μόνο τη Ρώμη και τους Ρωμαίους, κατέθεσε μια πλούσια παρακαταθήκη στο
θησαυροφυλάκιο της λατινικής γραμματείας. Απέναντι
στην πολυπτυχότητα του Βάρρωνα οι τρεις άλλοι πεζογράφοι εξειδικεύονται και
διαπρέπουν στην ιστοριογραφία.
Ποίηση Τα
κικερώνεια χρόνια έχουν και ποιητική συγκομιδή, ποσοτικά λίγη, ποιοτικά όμως
τεράστια. Ο καλλιμαχικός Νεωτερισμός γονιμοποιεί έναν κύκλο αισθαντικών
ποιητών, ο διαπρεπέστερος από τους οποίους είναι χωρίς άλλο ο
Βαλέριος Κάτουλλος (84-54 π.Χ.). Η λυρική και επιγραμματική ποίηση
βρίσκει τώρα στα 116 έξοχα ποιήματα του Κατούλλου την πρώτη κορυφαία ρωμαϊκή
εκπροσώπηση της. Πηγή της έμπνευσης του Κατούλλου, αλλά και του πόθου και του
πόνου του, είναι η άγνωστη κοπέλα που ονομάζει Λεσβία. Η Λεσβία
έγινε μέσα από την περιπαθή ποίηση του Κατούλλου αιώνιο σύμβολο ερωτικής
ποιητικής έμπνευσης. Όλες οι “νεωτερικές” αρετές -εκτός της συντομίας -
χαρακτηρίζουν επίσης και τα έξι βιβλία του σκοτεινού φιλοσοφικού
έπους Για
τη φύση των πραγμάτων (De rerum natura) του επικούρειου επαναστάτη Λουκρητίου
(96-53 π.Χ.): το εκτενές αυτό ποίημα που έχει κοσμολογικό περιεχόμενο είναι ένα
κήρυγμα κατά της δεισιδαιμονίας, του φόβου του θανάτου και της μεταφυσικής
καταπίεσης,
ένας ύμνος του Έρωτα και της Αφροδίτης. (Et
metus ille foras praeceps agendus Acherundis funditus humanam qui vitam turbat
ab imo!) Διαφορετικά
από τον απαισιόδοξο ερωτικό Κάτουλλο και τον επαναστάτη υλιστή Λουκρήτιο, ο
πολυγραφότατος Βάρρων διακωμωδεί και σχολιάζει τα πάντα στις
ψυχαγωγικές και διδακτικές του Μενίππειες σάτιρες (Saturae Menippae: εκατόν
πενήντα βιβλία!), όπου συνδυάζεται αρμονικά ο ποιητικός με τον πεζό
λόγο. β.
Αυγούστειοι χρόνοι Η
ρωμαϊκή Μούσα θα παραγάγει τώρα κατεξοχήν “κλασικά” προϊόντα. Ο αυγούστειος
ποιητής συνδέει στο έργο του την καλλιμαχική αυτάρκεια με το σύγχρονο πολιτικό
γίγνεσθαι. Ο Αύγουστος και ο Μαικήνας υποστηρίζουν οικονομικά και
συσπειρώνουν σε λογοτεχνικούς κύκλους κορυφαία ταλέντα (“πατρωνεία”), με την
άμεση ή έμμεση απαίτηση στράτευσης στο ιδεολογικό πρόγραμμα του Αυγούστου, το
οποίο προβαλλόταν ως επιστροφή στο “mos maiorum” και ανασυγκρότηση του
κατεστραμμένου από τους εμφύλιους πολέμους κράτους. Ωστόσο η πλήρης
σχεδόν απουσία της ρητορείας τα χρόνια αυτά υποδηλώνει τις πραγματικές
διαστάσεις της ελευθερίας του λόγου. Ποίηση. Tο
κέντρο βάρους μετατοπίζεται στην ποιητική δημιουργία (Βεργίλιος, Οράτιος,
Τίβουλλος, Προπέρτιος, Οβίδιος) και ακολουθεί ο πεζός λόγος (Λίβιος). Οι πέντε
ποιητές συνδέονται με δεσμούς εσωτερικής ποιητικής υφής και εξωτερικής φιλίας,
όμως δεν επιδίδονται στα ίδια ποιητικά γένη: ο Βεργίλιος είναι ο ποιητής του
ηρωικού και διδακτικού έπους και του ποιμενικού ειδυλλίου, ο Οράτιος εκπροσωπεί
τη λυρική δημιουργία, ενώ οι τρεις άλλοι καλλιεργούν κυρίως την ελεγεία. Όλοι
τους ανήκουν στη χορεία των κορυφαίων καλλιτεχνών της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Τα
έργα τους παρέμειναν θανατά στο διάβα του χρόνου, συγκίνησαν και ενέπνευσαν και
εξακολουθούν και σήμερα να διαβάζονται και να θαυμάζονται. Ο
Πόπλιος Βεργίλιος Μάρων (70-19 π.Χ.) είναι αναμφίβολα ο “εθνικός ποιητής” των
Ρωμαίων: η Αινειάδα του (Aeneis), που αποτελεί ίσως το “πιο κλασικό έργο όχι
μόνο της ρωμαϊκής αλλά και ολόκληρης της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας”, είναι ένας
πολύπλοκος και πολυδιάστατος συνδυασμός της Οδύσσειας και της Ιλιάδας σε
καλλιμαχικές διαστάσεις και αναγνωρίστηκε εξαρχής ως το εθνικό έπος των Ρωμαίων,
θέμα του έργου είναι η αναχώρηση του Αινεία - του μυθικού γενάρχη των Ρωμαίων -
από την Τροία, οι περιπλανήσεις του και η εγκατάσταση του στο
Λάτιο. Το
υπέροχο ταλέντο του Βεργιλίου είναι άμεσα διαπιστώσιμο και στις δύο
προγενέστερες συλλογές του: στις δέκα βουκολικές Εκλογές
(Eclogae) και στα τέσσερα βιβλία των Γεωργικών
(Georgica). Λογοτεχνικό πρότυπο των Εκλογών είναι ο
ελληνιστικός Θεόκριτος (Ειδύλλια), ενώ των Γεωργικών ο αρχαϊκός Ησίοδος (Έργα
και ημέραι). Τα Γεωργικά υπηρετούν σαφώς την πρόθεση του Αυγούστου για ενίσχυση
της υπαίθρου. Η παρουσία του Βεργιλίου διαπιστώνεται πληθωρική στην Ύστερη
Αρχαιότητα, το Μεσαίωνα και τους Νεότερους Χρόνους: αντιγράφεται και σχολιάζεται
εκτενώς, μεταφράζεται επανειλημμένα και γίνεται πηγή και πρότυπο αναρίθμητων
λογοτεχνών, από τον Αυγουστίνο μέχρι το Δάντη και τον Πετράρχη, το Σίλλερ και
τον Πούσκιν. Λίγο
νεότερος ο Κόιντος Οράτιος Φλάκκος (65 π.Χ. - 8 μ.Χ.), ο “άριστος τολμητίας των
λέξεων” (Κοϊντιλιακός), δίκαια καυχιόταν ότι “πρώτος αυτός μετέφερε το
αιολικό άσμα” στη Ρώμη. Έχοντας σπουδάσει στην Αθήνα δημιουργεί τις
Επωδούς (Epodi) με πρότυπο τον ιαμβογράφο Αρχίλοχο και τις Ωδές (Carmina) με
πρότυπα τους λυρικούς Αλκαίο, Ανακρέοντα, Πίνδαρο, Σαπφώ κ.ά. Οδηγεί τη ρωμαϊκή
σάτιρα στην πλήρη της ωρίμανση (Sermones) και καθιερώνει το είδος της ποιητικής
επιστολής (της οποίας είναι “ευρετής”) σε κλασική ρωμαϊκή δημιουργία (Epistulae,
διάσημη είναι η τεχνοκριτική επιστολή 2,3, η γνωστή ως Ποιητική τέχνη: Ars
Poetica). Το μεγαλείο του λυρισμού του Οράτιου αναγνωρίσθηκε ήδη από τους
συγχρόνους του, αφού σ’ αυτόν ανέθεσε ο Αύγουστος τη σύνθεση του Ύμνου της
Εκατονταετίας (Carmen Saeculare) για την επίσημη έναρξη της “Pax Augusta” το 17
π.Χ. Τα ευάριθμα και σύντομα ποιήματα του Οράτιου, καίτοι συχνά αρκετά δυσνόητα,
αποτελούν κομψοτεχνήματα ποιητικής μικροτεχνίας. Η
τριάδα των κορυφαίων ρωμαίων ελεγειακών, του Τιβούλλου (περ. 50-19 π.Χ.), του
Προπερτίου (περ. 50-γέννηση Χριστού) και του Οβιδίου (43 π.Χ. - 17 μ.Χ.),
μεταμόρφωσε πλήρως την ελληνική ελεγεία. Ο πιο καθαρός και κομψός από
όλους είναι ο Τίβουλλος· ο πιο πρωτότυπος, σκοτεινός και σύγχρονος ο Προπέρτιος·
ο πιο πνευματώδης και ελευθερόστομος ο Οβίδιος. Και οι τρεις
εμπνέονται από τη “λεπταλέη Μούσα” και από τις αγαπημένες τους που αναφέρονται
με ψευδώνυμο -(ο Τίβουλλος από τη Δηλία και τη Νέμεση, ο Προπέρτιος από την
Κυνθία, ο Οβίδιος από την Κόριννα). Στην κεντρική θεματολογία της “ερωτικής
στράτευσης” συνδυάζεται η λογοτεχνική σύμβαση και το γνήσιο βίωμα. Με τους τρεις
αυτούς ποιητές η ελεγεία οδηγήθηκε σε τέτοιο ύψος, ώστε δίκαια μετά από περίπου
εκατό χρόνια ο Κοϊντιλιανός να καυχιέται: “και στη ελεγεία ακόμη προκαλούμε τους
Έλληνες”. Ο
Οβίδιος επιπλέον επινόησε και καλλιέργησε νέα ποιητικά είδη: την πλαστή ποιητική
μυθολογική επιστολή (Ηρωίδες: Heroides), το καλλωπιστικό έπος (Καλλυντικά του
προσώπου: Medicamina Faciei), το “αιτιολογικό” εορτολόγιο (Fasti) και την ποίηση
της εξορίας (θλιβερά: Tristia και Επιστολές από τον Πόντο: Epistulae ex Ponto).
Ο ίδιος, αξιοποιώντας ελληνικά πρότυπα, δημιούργησε μια μυθολογική
Αντι-Αινειάδα, τις Μεταμορφώσεις (Metamorphoseon Libri): πρόκειται για ένα έπος
15 βιβλίων και 12.000 στίχων, ένα καλλιτεχνικό μωσαϊκό περίπου 250 μυθολογικών
ψηφίδων, με στοιχεία από την ιστορία, την ελεγεία, τη ρητορεία, την τραγωδία, το
επύλλιο, την παρωδία και τη φιλοσοφία. Κοινό χαρακτηριστικό των μύθων είναι η
μεταμόρφωση των ηρώων. Οι Μεταμορφώσεις, παρά την έκταση τους, διαβάζονται
ευχάριστα χάρις στην ελκυστική έκφραση και στο ποικίλο και ευχάριστο περιεχόμενό
τους.
Πεζογραφία Εάν
η Αινειάδα του Βεργιλίου αποτελεί μια ποιητική καταγραφή των ιστορικών καταβολών
και πεπρωμένων της Ρώμης, ο Τίτος Λίβιος (59 π.Χ. - 17 μ.Χ.) ανέλαβε και
διεκπεραίωσε την κορυφαία πεζογραφική παρουσίαση της ιστορικής διαδρομής της
“αιώνιας Πόλης” από την ίδρυση της (γι' αυτό και το έργο τιτλοφορούνταν Ab Urbe
Condita) ως το 9 π.Χ. σε 142 βιβλία. Έννοιες όπως το “mos maiorum”, η “pietas”,
η “virtus” είναι τα κεντρικά νήματα που διατρέχουν τη ρητορική και τραγική
ιστοριογραφία του. Στο
χώρο της αυγούστειας πεζογραφίας αξίζει να αναφερθεί επίσης και ο επιστήμονας
λογοτέχνης Βιτρούβιος με το εξειδικευμένο σύγγραμμά του Για την Αρχιτεκτονική
(De Architectura), που αποδεικνύει τις προχωρημένες αρχιτεκτονικές γνώσεις και
ευαισθησίες της εποχής.